Ὁ Ἱερός Κοιμητηριακός Ναός τῶν Ἁγίων Κωνσταντίνου καί Ἑλένης Ἡρακλείου: σπουδή στήν Ἱστορία του.
Ἡ παροῦσα μελέτη σκιαγραφεῖ τήν παρουσία τῆς Ἐνορίας Ἁγίου Κωνσταντίνου καί Ἑλένης Ἡρακλείου, μίας ἀπό τίς παλαιότερες ἐνορίες τοῦ Ἡρακλείου, ἀπό τήν ἵδρυσή της μέχρι σήμερα. Ἡ πορεία της ἀπό τά τέλη τοῦ 19ου μέχρι τίς ἡμέρες μας, μία εἰκοσαετία περίπου μετά ἀπό τήν αὐγή τοῦ 21ου, καλύπτει μία συνεχή παρουσία, ὑπεραιωνόβια πλέον, ἡ ὁποία συνοδοιπορεῖ μέ τήν ἵδρυση καί λειτουργία τοῦ Χριστιανικοῦ Κοιμητηρίου τῆς πόλεως, μιᾶς καί οἱ δύο ἔννοιες μέ τήν πάροδο τῶν χρόνων ταυτίστηκαν. Εἶναι γεγονός ἀναμφισβήτητο ὅτι, ψάχνοντας καί ἐρευνῶντας τό ἀρχειακό ὑλικό γιά τήν ἐνορία τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου, εἴδαμε σχηματικά νά ξετυλίγεται μπροστά μας τό εἰλητάριο τῆς ἱστορίας μιᾶς ὁλόκληρης πόλης, μέ ὅ,τι αὐτό συνεπάγεται: προσωπικότητες καί ἱστορικά γεγονότα, τά ὁποῖα συνδέθηκαν μέ τήν ἀπελευθέρωση τῆς Κρήτης ἀπό τόν Σουρκικό ζυγό καί τήν Ἕνωση μέ τήν Ἑλλάδα, οἱ Βαλκανικοί πόλεμοι, τό Μικρασιατικό δράμα καί ἡ ἄφιξη τῶν προσφύγων, ἡ δημιουργία μίας προσφυγικῆς συνοικίας γύρω ἀπό τόν Ναό, ἡ οἰκονομική ἀνασυγκρότηση τήν ἐποχή τοῦ μεσοπολέμου, ὁ Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος καί ἡ Κατοχή, ἡ ἀπελευθέρωση, ἡ ἀνασύνταξη τῆς κοινωνίας, ἡ ἀλλαγή τοῦ ρόλου καί τῆς διακονίας τῆς ἐνορίας στίς ἡμέρες μας, ἡ ἀντιμετώπιση τῆς σημερινῆς «οἰκονομικῆς κατοχῆς», τῆς πνευματικῆς καί οἰκονομικῆς κρίσης καί πραγματικότητας. Δέν θά πρέπει ἐπίσης νά παραλείψωμε τή σπουδαία συμβολή τῶν Αἰδεσιμολογιωτάτων Πρωτοπρεσβυτέρων Ἐμμανουήλ Σταυρουλάκη καί Κωνσταντίνου Πιτσικάκη, οἱ ὁποῖοι μᾶς ἐμπιστεύτηκαν ἀρχειακό ὑλικό τῶν ἱερῶν ναῶν, στούς ὁποίους ἐπάξια προΐστανται, τοῦ Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ Ἁγίου Μηνᾶ καί τοῦ Ἁγ. Κωνσταντίνου ἀντίστοιχα. Ἡ βοήθειά τους ἦταν ἄοκνη, συνεχής καί ἀμέριστη.
Χωροταξία τοῦ Ναοῦ καί τοῦ Χριστιανικοῦ Κοιμητηρίου
Ἡ ἄφιξη Μικρασιατῶν προσφύγων ἀπό τη Χερσόνησο τῆς Ἐρυθραίας στήν πόλη τοῦ Ἡρακλείου καί εἰδικότερα ἡ ἐγκατάσταση κυρίως Βουρλιωτῶν, Καραμπουρνιωτῶν, Ἁλατσατιανῶν, Νυμφαιωτῶν καί Αϊδινιωτῶν στήν περιοχή γύρω ἀπό τόν ναό τοῦ Ἁγίου Κωνστατίνου, μετέτρεψε τήν ἄγονη, θλιβερή καί ἀχανή περιοχή τοῦ Μουσουλμανικοῦ Νεκροταφείου (μεζαρλίκια) σέ μία φτωχή προσφυγική συνοικία μέν, ζώσα δέ καί ἀκμάζουσα, ἡ ὁποία ἔλαβε τό ὄνομα της ἀπό τίς Κλαζομενές τῆς Μικρᾶς Ἀσίας,1 ἀλλά καί ἀπό κάποιον τούρκο μεγαλοκτηματία, διατηρῶντας τήν ἐπονομασία του «Ἀτσαλένιο».
Εἰδικότερα κατά τήν περίοδο τῆς αὐτόνομης Κρητικῆς Πολιτείας (1898-1913), τό νέο καθεστώς προχωρᾶ σέ νέα νομοθεσία, ψηφίζει σύνταγμα, κόβει νόμισμα, τήν κρητική δραχμή, ὀργανώνει νέες διοικητικές ὑπηρεσίες καί μεριμνᾶ γιά τήν ἐκπαίδευση καί τή δημόσια ὑγεία. Ἡ πόλη καί ἡ κοινωνία τοῦ Ἡρακλείου, βιώνουν ἕναν ἐντατικό μετασχηματισμό. Πραγματοποιοῦνται σημαντικά δημόσια ἔργα, ὅπως ἡ νέα προκυμαία, οἰκοδομοῦνται μεγαλόπρεπα νεοκλασσικά κτήρια πού ἐξωραΐζουν τό κέντρο τοῦ Ἡρακλείου, χτίζεται χριστιανικός ναός στό νεοϊδρυθέν «Νέο Χριστιανικό Κοιμητήριο», αὐξάνεται καί τελικά πλειοψηφεῖ ὁ χριστιανικός πληθυσμός τῆς πόλης, ἐνώ ὅλο καί περισσότεροι υἱοθετοῦν στοιχεῖα τῆς εὐρωπαϊκῆς κουλτούρας στήν καθημερινότητα.2
Στό πλαίσιο τῆς κοινωνικῆς καί ἀστικῆς ἀνάπτυξης, ἀναζητεῖται καί ὁ κατάλληλος χῶρος γιά τή λειτουργία καί ἵδρυση τοῦ «Νέου Χριστιανικοῦ Κοιμητηρίου»3, τό ὁποῖο θά αὐτοπροσδιορίσει τήν ταυτότητα τῆς τοπικῆς Χριστιανικῆς Κοινότητος καί θά ἀνεξαρτητοποιηθεῖ ἀπό τά στενά χωροταξικά ὅρια συνύπαρξης μέ αὐτά τοῦ Ἀρμενικοῦ, τοῦ Ἐβραϊκοῦ καί πολύ περισσότερο μέ αὐτό τοῦ Ὀθωμανικοῦ στοιχείου. Σό Ἡράκλειο στίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰῶνα εἶναι μία πόλη ἡ ὁποία ξυπνᾶ καί ἀναπτύσσεται, ἀσφυκτιᾶ στά στενά ὅρια ἐντός τῶν τειχῶν καί γι’αὐτό τό λόγο ὁ ἀστικός ἰστός ἀπλώνεται καί σέ ἄλλα προάστεια, ἐκτός τειχῶν. Ἀναζητοῦνται χώροι ἐκτός τῆς πόλης καί τοῦ πυκνοῦ ἀστικοῦ οἰκοδομικοῦ ἰστοῦ, ἐπίπεδοι, κοντά σέ κεντρικές ὁδικές ἐμπορικές ἀρτηρίες, ὅπως ἡ ὁδική ἀρτηρία ἡ ὁποία συνδέει τήν πόλη μέ τήν ἐνδοχώρα καί εἰδικά τήν εὔφορη κοιλάδα τῶν Ἀρχανῶν καί τῆς Πεδιάδος. Στά πολεοδομικά αὐτά ὅρια θά ἱδρυθεῖ τό νέο κοιμητήριο καί ὁ Ὀρθόδοξος ναός του, ὁριοθετώντας τόν ἐπίσημο χῶρο ἐνταφιασμοῦ τῆς Χριστιανικῆς Κοινότητας, μετουσιώνοντας τήν Ὀρθόδοξη Χριστιανική λατρεία ἀλλά καί τήν πολιτισμική ταυτότητα τῶν Ἡρακλειωτῶν.
Ἴσως καί γι’ αὐτό τό λόγο ἡ ἐπιλογή τοῦ τιμώμενου ἁγίου τοῦ ναοῦ τοῦ Κοιμητηρίου τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου νά μήν ἔγινε τυχαία: ὁαὐτοκράτορας Κωνσταντῖνος ἀνακηρύχθηκε ἅγιος λόγῳ τῶν ρηξικέλευθων καινοτομιῶν του. Ὀξύνους καί διορατικός καθώς ἦταν, διέβλεψε ὅτι ὁ Χριστιανισμός θα ἦταν ἡ κύρια ἑνωτική δύναμη ἀνάμεσα στίς διαφορετικές πολιτισμικές καί θρησκευτικές φυλές τῆς Αὐτοκρατορίας καί θά ἐπέφερε θρησκευτική καί κοινωνική εἰρήνη, ἡ ὁποία ἐπικράτησε μέ τό Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων, «Περί Ἀνεξηθρησκείας».4
Σά ὀστά τῶν πλέον ἐπίσημων, πού εἶχαν ἐνταφιασθεῖ σέ ἰδιόκτητους τάφους, μεταφέρθηκαν στό Κοιμητήριο τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου, μαζύ μέ τίς παλιές ἐπιτύμβιες πλάκες, ἐνώ τῶν ὑπολοίπων τοποθετήθηκαν στό ὀστεοφυλάκειο τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου.5 Μαρτυρίες ἀναφέρουν ὅτι, μετά τήν κατασκευή τοῦ νέου Ὀστεοφυλακείου στό Κοιμητήριο τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου καί τήν κατάργηση τοῦ παλαιοῦ, τά ὀστά τῶν μαρτύρων καθώς καί τοῦ Μητροπολίτη Γερασίμου, βρίσκονται σέ εἰδική κρύπτη, στά βάθη τοῦ κτίσματος.6
Εἶναι χαρακτηριστική ἡ περιγραφή τῆς Ἐνοριακῆς Ἐπιτροπείας τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ, ἡ ὁποία ἀπευθυνόμενη μέ ἔγγραφό της πρός τό Δῆμο Ἡρακλείου, ζητοῦσε νά ἐπιταχυνθοῦν οἱ ἐργασίες συντήρησης τοῦ αὐλότοιχου τοῦ «παλαιοῦ χριστιανικοῦ κοιμητηρίου», τό ὁποῖο βρισκόταν ἔξω ἀπό τήν «πύλη τῶν Χανίων», γιά νά διευκολύνονται οἱ κάτοικοι τῶν περιοχῶν, οἱ ὁποῖοι ζοῦν κοντά σ’ αὐτή, γιά τήν κήδευση τῶν οἰκείων τους.7
Ἀλλά καί ὁ Victor Berard ἀναφέρει ὅτι, «πελώρια κοιμητήρια ζώνουν τούς προμαχώνες τοῦ Ἡρακλείου»8, περιγράφοντας τόσο τή Δυτική πλευρά τῆς πόλης ὅσο καί τή νότια. Μ’ αὐτή τήν ἄποψη συνηγοροῦν τά ἀρχαιολογικά στοιχεῖα, τά ὁποῖα βρέθηκαν κατά μῆκος τῶν ἀνασκαφῶν τῶν λεωφόρων Κνωσοῦ, Δημοκρατίας, Ἐθνικῆς Ἀντιστάσεως καί τῆς ὁδοῦ Μηνᾶ Γεωργιάδου: τά στοιχεῖα ἀφοροῦν διάσπαρτες στῆλες ἀπό τουρκικούς τάφους, μέ τά χαρακτηριστικά ἀραβογράμματα, οἱ ὁποῖες βρέθηκαν κατά τίς ἀνεγέρσεις οἰκιῶν ἀλλά καί διανοίξεις δρόμων, τριγύρω ἀπό τό σημερινό Κοιμητήριο τοῦ Ἁγ. Κωνσταντίνου καί κοσμοῦν σήμερα τήν αὐλή τοῦ Ἱστορικοῦ Μουσείου Ἡρακλείου.
Ἀπό ὅλες τίς παραπάνω ἀναφορές, τόσο τῶν ξένων περιηγητῶν ὅσο καί τῶν κατοίκων τοῦ Ἡρακλείου, τῶν ἀρχῶν τοῦ αἰῶνα, ἀβίαστα ἐξάγεται τό συμπέρασμα ὅτι, ἡ δημιουργία καί λειτουργία τοῦ «Νέου Χριστιανικοῦ Κοιμητηρίου» τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου ἦταν σε ἄμεση συνάρτηση μέ τήν περιοχή, προσδιορίζοντας ὅμως τή Χριστιανική του ταυτότητα, τήν Ὀρθόδοξη ρωμαίϊκη παράδοση, τήν κοινωνική ἀναβάθμιση τῆς Χριστιανικῆς Κοινότητας, τήν ἀνάγκη ἀνεξαρτητοποίησης ἀπό ξένους δυνάστες καί τήν ἐλεύθερη, ἀκόμα καί στήν τελευταία κατοικία, ἐπιθυμία τῆς κοινότητας. Σό «Νέον Χριστιανικόν Κοιμητήριον» τοῦ Ἡρακλείου, εἶναι τό πρώτο συγκροτημένο κοιμητήριο πού ἱδρύθηκε στήν πόλη, περίπου τό 1893. Ὁ ἀρχικός του πυρήνας, δηλαδή ὁ περιτοιχισμένος χῶρος, τά βοηθητικά κτήρια, ὅπως καί ὁ ναός τοῦ Ἁγ. Κωνσταντίνου, ὁ ὁποῖος διακρίνεται μέχρι σήμερα, δημιουργήθηκε στά τελευταῖα χρόνια τοῦ 19ου αἰῶνα καί σταδιακά ἐπεκτάθηκε, λαμβάνοντας τή σημερινή του μορφή. Πρόκειται γιά τό ἐπίσημο κοιμητήριο τοῦ Ἡρακλείου, βρίσκεται ἔξω ἀπό τά τείχη τῆς πόλεως καί ἀπό ἱστορικῆς καί καλλιτεχνικῆς ἄποψης θεωρεῖται πολύ σημαντικό. Σό κεντρικό παλαιό του τμῆμα (ἀπό τήν εἴσοδο τῆς Λεωφόρου Κνωσοῦ καί βόρεια), ὅπου διακρίνονται οἱ ἀρχικες ταφές οἰκογενειακῶν τάφων, ὅπως τῶν οἰκογενειῶν Καλοκαιρινοῦ, Βορεάδη, Ἀλεξάκη, Περίδη, Καπετανάκη, Φανουράκη, Γερωνυμάκη, Σζουλάκη συμπεριλαμβάνει ἀξιόλογα ἐπιτάφια γλυπτά καί ἀποτελεῖ οὐσιαστικά μία ὑπαίθρια συλλογή, ἀντιπροσωπευτική τῆς γλυπτικῆς τοῦ 19ου καί τῶν ἀρχῶν τοῦ 20ου αἰῶνα, ὅπως καί ὁ χῶρος ταφῆς τῶν Μητροπολιτῶν Κρήτης, πίσω ἀκριβῶς ἀπό τό ἱερό τοῦ Ναοῦ.
Πρώτη ἀναφορά γιά τήν ὕπαρξη Χριστιανικοῦ Κοιμητηρίου ἔχουμε στά 1893-1895. Χαρακτηριστική εἶναι ἡ περιγραφή τοῦ θεολόγου Ν. Ζευγαδάκη γιά τό Κοιμητήριο: «Τό Νέον Νεκροταφεῖον, ὡς καλεῖται τοῦτο πρός διάκρισιν τοῦ πρός Δυσμάς τῆς πόλεως εὑρισκομένου παλαιοῦ τοιούτου, κείμενον μεσημβρινῶς τῆς παλαιᾶς πόλεως, ἱδρύθη τῷ 1893, τά δέ ἐγκαίνια τοῦ ἐν αὐτῷ ἱεροῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου, ἐτελέσθησαν τῇ 21ῃ Μαΐου 1903 ὑπό τοῦ ἀειμνήστου Μητροπολίτου Κρήτης Εὐμενίου Ξηρουδάκη»9. Ὁ θεμέλιος λῖθος τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγ. Κωνσταντίνου ἐτέθη στίς 25 Μαΐου 1895 ἀπό τόν Μητροπολίτη Κρήτης Σιμόθεο Καστρινογιαννάκη.
Μέ τήν ἡμερομηνία τῶν ἐγκαινίων συνηγορεῖ καί ἡ ἀναφορά τῆς ἐφημερίδας τῆς ἐποχῆς «Φωνή τοῦ Λαοῦ». Σό πρώτο δημοσίευμα στίς 18 Μαΐου 1903 προσκαλεῖ τούς πιστούς νά «παρευρεθοῦν εἰς τά ἐγκαίνια τοῦ Νέου Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου Νέου Κοιμητηρίου10, τά ὁποῖα θά τελεσθοῦν τήν προσεχήν Τετάρτην», ἐνώ τό δεύτερο, τό ὁποῖο δημοσιεύθηκε στίς 25 Μαΐου 1903, καλύπτει τό «ρεπορτάζ» τῶν ἐγκαινίων, σύμφωνα μέ τό ὁποῖο «τά ἐγκαίνια ἐτελέσθησαν μέ πᾶσαν ἐπισημότητα ὑπό τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Κρήτης κ. Εὐμενίου, παρουσίᾳ πλήθους κόσμου ἀπό τήν πόλη, τά μετόχια καί τά πλησίον χωριά. Μετά τό πέρας τῆς Ἀκολουθίας στίς δέκα τό πρωί, πολλοί ἀπό τούς παρευρισκομένους, κατ΄ ὁμάδας ἐγευμάτισαν εἰς τήν καταπράσινην ἐξοχήν, θελγόμενοι ἐκ τῶν καλλονῶν τῆς φύσεως».11
Εἶναι ἄγνωστο πότε ἔγιναν οἱ πρώτες ταφές. Ὑπολογίζεται πάντως ὅτι οἱ ταφές προϋπῆρχαν τοῦ Ναοῦ, σέ οἰκόπεδο, τό ὁποῖο συνόρευε μέ τίς ταφές τῶν μουσουλμάνων, δίπλα ἀπό τό ρέμα τῆς διαδρομῆς ἀπό τό Μεγάλο Κάστρο πρός Κνωσό.
Ὁ ναός κτίσθηκε μέ χορηγία τοῦ Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ καί ἀποτελοῦσε παρεκκλήσιό του, ὅπως ἐπίσης ἰδιοκτησία τῆς Ἐνοριακῆς Ἐπιτροπείας τοῦ Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ ἦταν καί ὁ πέριξ οἰκοπεδικός χῶρος ἐνταφιασμῶν. Ἄγνωστος παραμένει ὁ τεχνίτης, τό ποσό, τό ὁποῖο δαπανήθηκε ἤ ἡ μελέτη. Ὁ ναός, βάσει τῆς ἡμερομηνίας τοποθετήσεως τοῦ θεμελίου λίθου του, πρέπει νά ξεκίνησε νάἀνοικοδομεῖται στά τέλη τοῦ 1896 καί ὁλοκληρώθηκε σέ πρώτη κτηριακή φάση περίπου 8 χρόνια μετά, ὥστε νά τελεσθοῦν τά ἐγκαίνια τό 1903. Προφανῶς ἡ ἀνάγκη γιά τήν ὕπαρξη ἑνός Κοιμητηριακοῦ παρεκκλησίου, νά ὁδήγησε στήν ἀπόφαση περιορισμένης δαπάνης καί σχετικά μικροῦ χρηματικοῦ ποσοῦ, ἤ τῆς κατασκευῆς ἑνός ναοῦ συγκεκριμένων διαστάσεων καί κυρίως μέ συγκεκριμένη ἀποστολή.
Ὅπως φαίνεται σέ πολλά ἔγγραφα τοῦ Ἀρχείου τοῦ Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ ἀλλά καί Πρακτικά τῆς Ἐνοριακῆς Ἐπιτροπῆς, ἡ ἐπιτροπή τοῦ Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ εἶχε τήν κυριότητα τοῦ Κοιμητηρίου, ἀλλά καί τῶν λοιπῶν κτισμάτων, ὅπως παρουσιάζονται σέ ἔγγραφα πρός τό Ὑπουργεῖον Παιδείας καί Θρησκευμάτων, σύμφωνα μέ τά ὁποῖα ἀναφέρουν ὅτι, «ἡ ἐνοριακή ἐπιτροπεία, ἔχει τήν ἀντίληψιν ὅτι ἔχει τήν κυριότητα, προερχομένην ἐκ τῆς ἀπ’ αὐτῆς ἀγορᾶς τοῦ ὅλου γηπέδου, *..ὑπεβλήθη εἰς τάς δαπάνας τῆς ἀνεγέρσεως τοῦ αὐλοτοίχου, ἀνεγέρσεως ναοῦ, ὅστις ἔγινεν ἤδη ἐνοριακός, ἀνεγέρσεως ὀστεοφυλακίου, οἰκημάτων διά τό προσωπικόν τοῦ Νεκροταφείου..+ ἐφ΄ οὗ πρό τριακονταετίας καί πλέον εὑρίσκεται τό Νεκροταφεῖον καί καθ’ ὅν χρόνον ἡ τοιαύτη ὑποχρέωσις προσῆκεν εἰς τάς ἐνορίας, δικαιοῦται καί ἤδη μετά τήν παραλαβήν τῆς διοικήσεως καί διαχειρήσεως τοῦ Νεκροταφείου παρά τοῦ Δήμου Ἡρακλείου, συμφώνως τῷ Νόμῳ 5148 νά διαθέτη ταφοπέδια πρός ἵδρυσιν οἰκογενειακῶν τάφων, καθ’ ὅσον ἡ παραχώρησις τοῦ ἀπαιτουμένου χώρου δέν εἶναι προσωρινή, ἀλλά τουτ’ αὐτό μεταβίβασις κυριότητος, ἥν δέν ἀπέκτησε ὁ Δῆμος διά τῆς παρ’ αὐτοῦ διοικήσεως τοῦ Νεκροταφείου, ἐφ’ ὅσον μάλιστα καί μεταφερομένου ἀλλαχοῦ ἐν τῷ μέλλοντι, τοῦ Νεκροταφείου ὑπάρχοντες οἰκογενειακοί τάφοι, δέν θά μεταφερθῶσι»12.
Ἤδη μέ ἀπόφαση τοῦ Μητροπολιτκοῦ συμβουλίου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Κρήτης, ὁ ναός τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου ἀναφέρεται ὡς «ἐνοριακός». Αὐτό συμβαίνει ἀπό τόν Μάϊο τοῦ 1931, «ἐφ’ ὅσον πρόκειται νά ἐξυπηρετήση τάς θρησκευτικάς ἀνάγκας τῶν περιοίκων οἰκογενειῶν, ἀνερχομένων συμφωνως πρός τόν καταρτισθέντα ἤδη κατάλογον τῆς Ἐνορίας ταύτης εἰς 269 καί αἱ ὁποῖαι εἶναι ἀπομεμακρυσμέναι ἀπό πάντας τους ἄλλους ἐνοριακούς ναούς»13.
Ἦταν μία λογική γιά τήν ἐποχή ἐξέλιξη, μετά ἀπό τήν ἔλευση τόσων προσφύγων τῆς Μικρασιατικῆς καταστροφῆς καί τήν ἐγκατάστασή τους γύρω ἀπό τό Κοιμητήριο στήν περιοχή τοῦ Ἀτσαλένιου: τό ἐκκλησιαζόμενο ποίμνιο εἶχε αὐξηθεῖ, ὅπως καί οἱ λειτουργικές ἀνάγκες του, οἱ ὁποῖες δέν περιορίζονταν μόνο σέ ἐξοδίους ἀκολουθίες καί μνημόσυνα, ἀλλά καί σέ βαπτίσεις, γάμους, ἔκδοση πιστοποιητικῶν ἀγαμίας ἤ κοινῶν πιστοποιήσεων γάμου καί γενικά ὅ,τι ἀφοροῦσε τή διακονία τῶν ἐνοριτῶν τῆς περιοχῆς.14
Ὁ Ἅγιος Κωνσταντίνος ἱδρύεται καί ὁρίζεται ὡς ἐνορία μέ συγκεκριμένα τοπογραφικά ὅρια στίς 23-3-193215 καί μέ τό ἴδιο ΦΕΚ, περιλαμβάνοντας «τόν ἀστικό συνοικισμό τῆς Λεωφόρου Κνωσοῦ, τόν νέον κρατικόν Συνοικισμόν, τόν παλιόν συνοικισμόν Ἀτσαλένιου μέχρι Μπεντεβῆ καμάρα και ἀκολουθεῖ τόν ροῦν τοῦ χειμάρρου τούτου μέχρι τοῦ Νεκροταφείου».16 Ὁ ναός, ὅπως προαναφέραμε, κτίσθηκε μέ χορηγία τοῦ Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ καί ἀποτελοῦσε παρεκκλήσιό του μέχρι τό 1932. Οἱ διαστάσεις του δέν ἦταν ἐξαρχῆς πολύ μεγάλες, λόγῳ τῆς πρώτης χρήσης του, ἡ ὁποία ἦταν μόνο γιά τήν ἐξυπηρέτηση τῶν ἐξοδίων ἀκολουθιῶν καί τῶν μνημοσύνων.
Εἶναι χαρακτηριστική ἡ ὑπ’ ἀριθμ. 188/14-5-1932 ἀπόφαση τοῦ Μητροπολιτικοῦ συμβουλίου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Κρήτης, σύμφωνα μέ τήν ὁποία προτείνεται ἡ ἐπέκταση τοῦ Ναοῦ «…λόγῳ σμικρότητος τοῦ Ναοῦ, χρησιμοποιούμενου ὡς ἐνοριακοῦ, οἱ ἐκκλησιαζόμενοι ἀναγκάζονται νά παρακολουθῶσι τήν Θείαν Λειτουργίαν ἱστάμενοι ἔξωθεν αὐτοῦ καί ἔνεκα τούτου εὑρίσκεται πρό τῆς ἐπιτακτικῆς ἀνάγκης νά εὐρύνῃ τόν Ναόν πρός τό Δυτικόν μέρος…»17 Ὁ μικρῶν διαστάσεων ναός, ὁ ὁποῖος προσελκύει τό ἐνδιαφέρον τοῦ ἐπισκέπτη μέ τόν τοιχογραφικό του διάκοσμο, εἶναι κτισμένος μέ ἀργολιθοδομή καί μέ μικρές ἐπεμβάσεις πλινθοδομῆς στά τόξα τῆς βόρειας καί νότιας πλευρᾶς, ἔνθεν καί ἔνθεν τῶν ψηλῶν πετρόκτιστων κιόνων τῶν παραθύρων, οἱ ὁποῖες παρεμβάλλονται στούς ὁριζόντιους καί κάθετους ἀρμούς καί βρίσκονται κυρίως πίσω καί πάνω ἀπό τούς ψαλτικούς χορούς.
Ἡ μεταφορά τῶν ὑλικῶν καί εἰδικά τῶν λαξευμένων λίθων πρέπει νά ἔγινε ἀπό τό λατομεῖο τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης (Πατέλλες Ἡρακλείου), ὅπου ἦταν πολύ κοντά στό χῶρο τῆς ἀνεγέρσεως καί δέν ἐπιλέχθηκε τό λατομεῖο τοῦ Ξηροποτάμου, ὅπως μέ τήν περίπτωση τῆς ἀνέγερσης τοῦ Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ,18 λόγῳ ἀποστάσεως. Προμήθεια ἀσβέστη καί ἅμμου παρεῖχαν τά ἀσβεστοποιεῖα τῆς περιοχῆς Καμινίων καί ἡ ἔξοδος τοῦ Γιόφυρου ποταμοῦ ἀντίστοιχα. Εἰκάζεται ὅτι χρησιμοποιήθηκαν καί στοιχεῖα ἀπό ρωμαϊκούς κατεστραμμένους οἰκίσκους, κάτι τό ὁποῖον φαίνεται ἀπό δύο περιπτώσεις: α)τήν ὕπαρξη ἀπολήξεων ρωμαϊκῶν κιονόκρανων, τά ὁποῖα στολίζουν σήμερα τους πεσσούς – κολόνες τῆς κεντρικῆς εἰσόδου τοῦ κοιμητηρίου ἀπό τή Λεωφόρο Κνωσοῦ καί β)τίς ἀπολήξεις τῶν πεσσῶν τῆς κλίμακος, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ στό παλιό ὀστεοφυλάκιο. Σ’ αὐτό συνηγορεῖ, ὅπως προαναφέραμε, ἡ περιγραφή τοῦ Spratt, ὁ ὁποῖος βρίσκει στήν περιοχή ἕνα δάσος ἀπό τουρκικές στήλες ἀλλά καί «ἀρχαῖα κατάλοιπα». Στό κέντρο του βρίκεται ἡ Ἁγία Σράπεζα, διαστάσεων πλάκας
Στα πρῶτα χρόνια, ἕνα μικρό πρόχειρο ξυλοκατασκευασμένο ἰκρίωμα ἔξω ἀπό τήν εἴσοδο τοῦ ναοῦ καί κοντά σέ ἕνα κυπαρίσσι ἐξυπηρετοῦσε τό κωδονοστάσιο, μέ κρεμασμένη μία καμπάνα.
Ἡ Ἐνορία τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου σήμερα καλεῖται νά ἀνταποκριθεῖ στίς προκλήσεις καί τίς ἀπαιτήσεις τῶν καιρῶν. Μετά τήν παύση τῶν ἐνταφιασμῶν στό Κοιμητήριο, μέ σχετική ἀπόφαση τοῦ Δήμου Ἡρακλείου, ἤδη ἔχει δημιουργηθεῖ τό ὑπόβαθρο γιά τήν ἀξιοποίηση τοῦ ἀποχαρακτηρισμένου χώρου ἀπό τό Δῆμο Ἡρακλείου, μέ τήν Ἐνορία νά «ἀποκεντρώνει» πνευματικά τίς δραστηριότητές της, ἀπό τή «διακονία τοῦ πένθους», στή «διακονία τῆς ἐλπίδος».
Ἡ ἀνέγερση τοῦ Πνευματικοῦ Κέντρου τή δεκαετία τοῦ 1990, ἔδωσε μία διαφορετική εἰκόνα στήν ἐνορία, ἡ ὁποία δέν ἀσχολεῖται πλέον μόνο μέ τήν παρηγορία τῶν πενθοῦντων, ἀλλά μέ τή ζώσα κοινωνία, τή νεολαία, τίς κοινωνικές καί πολιτιστικές δράσεις, τόν συνάνθρωπο καί τίς ἀνάγκες του, πάντοτε μέ βάση τήν Εὐχαριστιακή λατρευτική σύναξη καί τή Θεία Λατρεία.
Σκοπός τοῦ Πνευματικοῦ Κέντρου ἦταν καί εἶναι ἡ ψυχοπνευματική καί ὑλική προαγωγή τῆς Ἐνορίας, ἡ μεταξύ τῶν ἐνοριτῶν καί ἰδιαίτερα τῶν νέων καλλιέργεια τοῦ Ὀρθόδοξου Χριστιανικοῦ φρονήματος καί ἡ ἀνάπτυξη ἑλληνορθόδοξης συνείδησης καί ἀγωγῆς, ἡ διδασκαλία τῆς Ὀρθόδοξης πίστης μέ τίς Κατηχητικές συνάξεις, ἡ καλλιέργεια τῆς ἀγάπης πρός τίς ἐπιστήμες καί τίς Καλές Σέχνες, ἡ βοήθεια πρός τόν συνάνθρωπο καί ἡ ὑλικοτεχνική ἐνίσχυση ἀπόρων συνανθρώπων μας.
Εἰδικά τά τελευταῖα χρόνια, μέ τήν οἰκονομική κρίση νά μαστίζει τίς οἰκογένειες, ἀλλά καί τήν ἄφιξη ἀλλοδαπῶν προσφύγων ἀπό τίς ἐμπόλεμες περιοχές τῆς Μέσης Ἀνατολῆς, τό Πνευματικό Κέντρο ἔχει μεταμορφωθεῖ σέ ἕνα πρότυπο κέντρο «πρώτης εἰσδοχῆς», πρωτοβάθμιας φροντίδας καί περίθαλψης, μέ τή λειτουργία Πρότυπων Ἐκκλησιαστικῶν Ἰατρείων, συνεχίζοντας ἤδη μία πολύχρονη καί μακρόχρονη παράδοση: ἀπό τή διακονία καί φροντίδα τῶν μικρασιατῶν προσφύγων, μέχρι τή διακονία τῶν ἐνοριτῶν τήν περίοδο τῆς Γερμανικῆς
Κατοχῆς, συνεχίζοντας ἀταλάντευτα μέχρι τίς ἡμέρες μας τίς κοινές δράσεις ἀρωγῆς καί προσφορᾶς γιά τόν συνάνθρωπο. Ἀπό τήν ἄλλη, ἡ διαφύλαξη τῆς πολιτιστικῆς κληρονομιᾶς, ἡ πολιτισμική δημιουργία καί ἔκφραση διαιωνίζονται καί διαφυλάττονται μέ τή δημιουργία καί λειτουργία τοῦ πρότυπου «Μουσείου Σαφῆς», μοναδικοῦ ἴσως χώρου στόν Ὀρθόδοξο ἀνατολικό χῶρο, ὅπου παρουσιάζεται ἡ ἱστορία τῆς ταφῆς ἀπό ἀρχαιοτάτων χρόνων, μέχρι τίς χριστιανικές ὀρθόδοξες παραδόσεις ταφῆς. Ὁ χῶρος ἐμπλουτίζεται μέ τήν ὕπαρξη τοῦ Κειμηλιαρχείου, ὅπου ἐκτίθενται πολύτιμα ἀντικείμενα τῆς ζώσας λατρευτικῆς παράδοσης, συνδεδεμένα μέ τή ζωή καί τή λειτουργία τῆς Ἐνορίας.
Ἡ σχέση τοῦ Νίκου Καζαντζάκη μέ τόν ἱερό Ναό.
Στο ναό αὐτό τελέστηκε ὁ πρῶτος γάμος τοῦ μεγάλου Κρητικοῦ συγγραφέα Νίκου Καζαντζάκη, μέ τήν ἐπίσης συγγραφέα Γαλάτεια Ἀλεξίου, τό 1911.
Σό ζευγάρι παντρεύεται μυστικά στόν ἱερό ναό τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου τό 1911, σ’ ἕνα χῶρο ἔξω ἀπό τά «ἀδιάκριτα καί περίεργα μάτια» τῶν συμπολιτῶν τοῦ Ἡρακλείου καί κυρίως τῶν ἐντός τῶν τοιχῶν ναῶν, μέ τήν παρουσία λίγων φίλων καί τοῦ κουμπάρου τους, συμφοιτητή καί στενοῦ φίλου τοῦ Καζαντζάκη, δικηγόρου Γεωργίου Φανουράκη, ἀπό τή μεγάλη οἰκογένεια Φανουράκηδων τοῦ Ἡρακλείου.19
Τό Ἀγγλικό Κοιμητήριο
Μέσα στον χῶρο τοῦ Κοιμητηρίου τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου, βρίσκεται ἕνας ἰδαίτερος, ὁριοθετημένος καί περιφραγμένος καγκελόφραχτος, κατάφυτος ἀπό πεῦκα χῶρος, μέ ταφές Ἄγγλων στρατιωτῶν, οἱ ὁποῖοι ἔχασαν τη ζωή τους στά γεγονότα τῆς 25ης Αὐγούστου 1898 ἀλλά καί σέ ἄλλα πολεμικά γεγονότα. Ἀπό τίς ἐπιτύμβιες πλάκες διαπιστώνεται ὅτι, ἔχουν ταφεῖ καί ἄλλοι Ἄγγλοι στρατιωτικοί, πρίν ἀπό τά γεγονότα τοῦ Αὐγούστου τοῦ 1898 ἀλλά καί μετά, μέχρι τό 1925, λόγῳ τῆς παρουσίας ἀγγλικῶν στρατευμάτων καί ἄγγλων στρατιωτικῶν ἀκολούθων στήν πόλη τοῦ Ἡρακλείου. Ἡ ὁριοθέτηση ἑνός «Βρεττανικοῦ στρατιωτικοῦ Κοιμητηρίου», στόν ἴδιο χῶρο μέ τό χριστιανικό, πιθανολογεῖται στά τέλη τοῦ 19ου αἰῶνα Ἀπό τά μέλη τῆς Χριστιανικῆς Κοινότητος, τά ὁποῖα σφαγιάσθηκαν, πολλά ἐνταφιάσθηκαν στό Κοιμητήριο τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου, ὅπως ὁ Λυσίμαχος Καλοκαιρινός, ὁ Ἀντώνιος Περίδης, ὁ Γεώργιος Ἀρχοντάκης, ὁ Γεώργιος Φανουράκης κ.ἄ.
Τό παλαιό Ὀστεοφυλάκειο
Ἀπέναντι ἀκριβῶς ἀπό τήν κεντρική εἴσοδο τοῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου, δεσπόζει ἕνα κτίσμα τό ὁποῖο παραπέμπει στήν Ἀρχαία Ἑλλάδα. Ἕνας ναός δωρικοῦ ρυθμοῦ, ἕνα νεοκλασσικό κτίριο πετρόχτιστο, μέ πέτρινη 12 ἀναβαθμῶν κλίμακα, ὁδηγεῖ μπροστά ἀπό τήν κεντρική βαριά σιδερένια πόρτα. Ἡ βαριά μελανή σιδερένια πόρτα, μέ ἐπιγραφή κατασκευῆς «τό σωτήριον ἔτος 1907» βρίσκεται ἀνάμεσα σέ δύο ζεύγη κυκλικῶν κολονῶν μέ κεντρικό ἐξώστη, οἱ ὁποῖες ἀπολήγουν σέ δωρικοῦ ρυθμοῦ κιονόκρανα, στηρίζοντας μία μετώπη αὐστηρά λιτή καί μέ πέτρινο γεῖσο.
Κτίστηκε στά τέλη τοῦ 19ου ἤ ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰῶνα,20 μέσα σέ ἕνα εὐρύτερο κλίμα νεοκλασσικισμοῦ, μέ δαπάνες τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ συμβουλίου τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ, (ὅπως ἀναφέραμε σέ προηγούμενη πηγή), γιά νά στεγάσει τό ὀστεοφυλάκειο τοῦ Κοιμητηρίου, ἀλλά καί χώρους βοηθητικούς τῶν νεκροθαπτῶν.
Γιά πολλά χρόνια ἐξυπηρετοῦσε τήν ἀποθήκευση τῶν ὀστεοκιβωτίων, ξύλινων συνῆθως, τά ὁποῖα τοποθετοῦσαν οἱ ὑπάλληλοι νεκροθάπτες τοῦ Δήμου μετά τήν ἐκταφή, τήν πλύση καί τήν ἀποξήρανση τοῦ ὀστῶν. Λέγεται ὅτι, ὑπῆρχαν στό ὑπόγειο καί ὀστά γερμανῶν στρατιωτῶν, οἱ ὁποῖοι τάφηκαν πρόχειρα στό χῶρο τοῦ σημερινοῦ ἀθλητικοῦ κέντρου «ΠΟΑ» καί μετά τίς ἐργασίες ἐκσκαφῆς γιά τό χῶρο τῶν γηπεδικῶν ἐγκαταστάσεων καί τῶν πολυκατοικιῶν, μεταφέθηκαν στό ὑπόγειο χωνευτήριο τοῦ ὀστεοφυλακείου, ἀπό τή στιγμή πού δέν ἀναζητήθηκαν ἀπό συγγενεῖς τους, ἤ τή γερμανική στρατιωτική διοίκηση, γιά νά μεταφερθοῦν στό Γερμανικό στρατιωτικό Κοιμητήριο τοῦ Μάλεμε.21
Τό νέο Ὀστεοφυλάκειο
Μέ οἰκονομική δαπάνη τοῦ Δήμου Ἡρακλείου τό 1969, ἐπί Δημαρχίας Κ. Πετράκη καί μέ εὐγενική χορηγία τῆς μακαριστῆς μεγάλης εὐεργέτιδος τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Κρήτης καί τοῦ Ἡρακλείου γενικότερα, Εὐτυχίας Πιτσουλάκη, ἀνηγέρθη τό Νέο Ὀστεοφυλάκειο στή νοτιοδυτική πλευρά τοῦ Κοιμητηρίου.
Κατασκευάστηκε ἀπό τό ὑλικό τῆς ἐποχῆς, ἀπό «ὁπλισμένο σκυρόδεμα» καί ἔχει τή μορφή Ναοῦ σταυροειδοῦς μέ τροῦλο. Ἔχει ὕψος περίπου 10,5 μέτρα καί πλάτος 12 μέτρα καί στό κέντρο του ὑπάρχει κλίμακα, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ στά ἔγκατα τῆς γῆς, σέ βάθος περίπου 15 μέτρων.
Ὅπως καί σέ ἄλλο σημεῖο ἀναφέραμε, τό Κοιμητήριο τοῦ Ἁγ. Κωνσταντίνου κλείνει μέσα του τή νεώτερη Ἱστορία τῆς πόλης τοῦ Ἡρακλείου καί βρίσκονται ἐνταφιασμένες πολλές γενιές Ἡρακλειωτῶν.
Ἀρκετοί εἶναι οἱ ἄρχοντες καί λόγιοι τῆς πρώτης Χριστιανικῆς Κοινότητος τῆς πόλης, ἀλλά καί πολλοί ἐπώνυμοι, ἄνθρωποι πού ἀνάλωσαν τή ζωή τους σε ἔργα κοινῆς ὠφελείας γιά τήν πόλη μας, σέ πνευματικές, ἐπιστημονικές καί καλλιτεχνικές δημιουργίες καί τά ὀνόματά τους μνημονεύονται σέ πολλές σελίδες τῆς νεώτερης ἱστορίας μας, καθώς πρόσφεραν καί ἔδωσαν τό δικό τους στίγμα στά τεκταινόμενα τῆς πόλης, ἀλλά καί τοῦ νησιοῦ γενικότερα.
Σέ ἕνα λιτό καί σεμνό κενοτάφιο, ἔμπροσθεν τοῦ ἱεροῦ τοῦ ναοῦ, βρίσκεται ὁ χῶρος ταφῆς τῶν Μητροπολιτῶν Κρήτης, ἀπό ὅσους ἐνταφιάσθηκαν στό Ἡράκλειο.
Ποιός ὅμως εἶναι ὁ ἐπώνυμος ἤ ὁ ἀνώνυμος μπροστά στό θάνατο;
(Ἀπό ἀνέκδοτη μελέτη - διατριβή τοῦ Ἐμμ. Β. Καλαϊτζάκη, θεολόγου, μέ τήν ἐπιφύλαξη παντός νομίμου πνευματικοῦ καί ἐκδοτικοῦ δικαιώματος)